- ολόστεγνος
- -η, -οο τέλεια στεγνός, ο κατάστεγνος, ξερός, ολόξερος: Η γη είναι ολόστεγνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολόστεγνος — η, ο ο εντελώς στεγνός … Dictionary of Greek
κατάστεγνος — η, ο (Α κατάστεγνος, ον) νεοελλ. τελείως στεγνός, ολόστεγνος, ξερός («κατάστεγνα ρούχα») αρχ. αυτός που έχει καλυφθεί τελείως, εντελώς σκεπασμένος … Dictionary of Greek
μπαρούτι — το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν) πυρίτιδα νεοελλ. 1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας) 2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» είναι… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
κατάστεγνος — η, ο ολόστεγνος, κατάξερος: Του έφερε κατάστεγνα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)